- μαράζωμα
- τό1) см. μαρασμός; 2) томление, тоска; изнывание; 3) большое горе, большая печаль, грусть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαράζωμα — το 1. το να μαραζιάσει κανείς, να πάθει φθίση. 2. μτφ., η μελαγχολία, η στενοχώρια: Το μαράζωμα την οδήγησε τελικά στην τρέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαράζωμα — το [μαραζώνω] 1. μαρασμός, μάρανση 2. μελαγχολία που προέρχεται από μεγάλη θλίψη … Dictionary of Greek
μαράζιασμα — το [μαραζιάζω] μαρασμός, μάρανση, μαράζωμα … Dictionary of Greek
κάτσιασμα — το, ατος μαρασμός, μαράζωμα: Πάσχει από κάτσιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαράγκιασμα — το 1. το μαράζωμα, το ξέραμα. 2. μτφ., το χάσιμο της νιότης, της δύναμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθίση — η 1. φθορά, μαρασμός, μαράζωμα: Το φθινόπωρο αρχίζει η φθίση της φύσης. 2. η φυματίωση, το χτικιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)